- έκπαγλος
- -η, -οθαμπωτικός, εκπληκτικός: Έκπαγλη ομορφιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔκπαγλος — terrible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek
ἐκπαγλότατον — ἔκπαγλος terrible masc acc superl sg ἔκπαγλος terrible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπάγλως — ἔκπαγλος terrible adverbial ἔκπαγλος terrible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπαγλον — ἔκπαγλος terrible masc/fem acc sg ἔκπαγλος terrible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπαγλοτάτοις — ἔκπαγλος terrible masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπαγλότατε — ἔκπαγλος terrible masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπαγλότατος — ἔκπαγλος terrible masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπάγλοις — ἔκπαγλος terrible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπάγλοισι — ἔκπαγλος terrible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)